- ομόσαρκος
- ὁμόσαρκος, -ον (Μ)(για γυναίκα) αυτή που η σάρκα της είναι η ίδια με τού άνδρα, επειδή πλάστηκε από την πλευρά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)*- + σάρκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοσαρκία — ὁμοσαρκία, ἡ (Μ) [ομόσαρκος] η ένωση τών σαρκών τού άνδρα και τής γυναίκας με τον γάμο («ὁμοσαρκία παιδουργός», Μιχ. Ακομ.) … Dictionary of Greek